στο λεξικό PONS
 
  
 Jun·ge <-n, -n> [ˈjʊŋə] ΟΥΣ αρσ
1. Junge (männliches Kind):
-  Junge
-  
3. Junge οικ:
I. jung <jünger, jüngste> [jʊŋ] ΕΠΊΘ
1. jung (noch nicht älter):
 
  
 -  
-  Junge ουδ <-n, -n>
-  
-  Junge αρσ <-n, -n>
-  
-  Junge αρσ <-n, -n> μειωτ οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
  
  
 -  
-  junge Aktie θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
