youth·ful [ˈju:θfəl] ΕΠΊΘ
1. youthful (young-looking):
2. youthful (young):
- youthful
- jung <jünger, am jüngsten>
3. youthful (typical of the young):
youth·ful of·ˈfend·er ΟΥΣ αμερικ ΝΟΜ
- youthful offender
-
- youthful peccadillo
-
- youthful indiscretions
-
- rejuvenation of youthful feelings
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.