Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
youthful [βρετ ˈjuːθfʊl, ˈjuːθf(ə)l, αμερικ ˈjuθfəl] ΕΠΊΘ
- juvénile sourire, caractère
- youthful
-
- youthful
-
- youthful indiscretion
- jeune allure, coiffure, visage
- youthful
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.