στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
youthful [βρετ ˈjuːθfʊl, ˈjuːθf(ə)l, αμερικ ˈjuθfəl] ΕΠΊΘ
1. youthful (young):
- youthful person, team, population
-
-
- youthful (appearing)
-
- youthful exuberance
- giovanile viso, pettinatura, camminata
- youthful
-
- youthful enthusiasm
-
- youthful ebullience
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- youthful appearance