στο λεξικό PONS
I. youth [ju:θ] ΟΥΣ
1. youth no pl (period when young):
2. youth no pl (being young):
3. youth (young man):
II. youth [ju:θ] ΟΥΣ modifier
youth (club, crime, group, movement, orchestra, organization, team, unemployment):
ˈyouth cen·tre, αμερικ ˈyouth cen·ter ΟΥΣ
- youth centre
-
ˈyouth club ΟΥΣ
- youth club
-
ˈyouth hos·tel·ling ΟΥΣ no pl
ˈyouth hos·tel ΟΥΣ
- youth hostel
-
youth ˈcus·to·dy or·der ΟΥΣ ΝΟΜ
Youth ˈTrain·ing Scheme ΟΥΣ, YTS ΟΥΣ βρετ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.