ob·ses·sion [əbˈseʃən] ΟΥΣ
1. obsession (preoccupation):
2. obsession ΨΥΧ (distressing idea):
- obsession
-
- obsession
- Obsession θηλ <-, -en> τυπικ
- Jugendwahn οικ
- youth obsession
- Jugendwahn οικ
-
-
- obsession
-
- obsession
-
- obsession
- Optimierungswahn αρσ
- obsession with optimization
-
- obsession
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.