I. krank·haft ΕΠΊΘ
-
- krankhafte Wasserscheu θηλ
-
- krankhafte Geschwätzigkeit
-
- [krankhafte] Willenlosigkeit
- pathological οικ
- krankhaft ειδικ ορολ
-
- krankhafte Veranlagung/Angst
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Heterophobie θηλ ειδικ ορολ (krankhafte Angst vor einer Begegnung mit einem Angehörigen des anderen Geschlechts)