στο λεξικό PONS
Jung·un·ter·neh·mer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-  Jungunternehmer(in)
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Jungunternehmer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-  Jungunternehmer(in)
-  
 
  
 -  
-  Jungunternehmer(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
