στο λεξικό PONS
in·hi·bi·tion [ˌɪn(h)ɪˈbɪʃən] ΟΥΣ
1. inhibition usu pl (self-consciousness):
2. inhibition no pl:
-
- Einschränken ουδ
-
- Verhindern ουδ
3. inhibition ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ (action of inhibiting):
lateral ΕΠΊΘ
-
- Seitenansicht θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
lateral inhibition ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
lateral
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.