στο λεξικό PONS
late ˈpay·ment ΟΥΣ
I. late <-r, -st> [leɪt] ΕΠΊΘ
1. late (behind time):
2. late (in the day):
3. late προσδιορ (towards the end):
4. late προσδιορ arts, ΜΟΥΣ:
5. late προσδιορ (former):
6. late προσδιορ (deceased):
II. late <-r, -s> [leɪt] ΕΠΊΡΡ
1. late (after the expected time):
2. late (at an advanced time):
3. late (recently):
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
late payment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.