στο λεξικό PONS
I. le·gal [leˈga:l] ΕΠΊΘ
- legal
- legal
II. le·gal [leˈga:l] ΕΠΊΡΡ
- legal
-
-
- legal
-
- legal
-
- legal
- legal
- legal
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Legal Restrictions-Theorie ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
- Legal Restrictions-Theorie
- legal restrictions theory
- legal restrictions theory
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.