στο λεξικό PONS


I. ein·ma·lig [ˈainma:lɪç] ΕΠΊΘ
1. einmalig (nicht wiederkehrend):
2. einmalig (nur einmal getätigt):
3. einmalig οικ (ausgezeichnet):
II. ein·ma·lig [ˈainma:lɪç] ΕΠΊΡΡ (besonders)


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.