στο λεξικό PONS
re·cur·rent [rɪˈkʌrənt, αμερικ -ˈkɜ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- recurrent
-
- recurrent dream, nightmare, theme
-
- recurrent bouts, problems
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.