στο λεξικό PONS
Hem·mung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Hemmung kein πλ (das Hemmen):
2. Hemmung πλ ΨΥΧ:
3. Hemmung (Bedenken, Skrupel):
4. Hemmung ΝΟΜ:
5. Hemmung ΧΗΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hemmung der Inflation phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.