στο λεξικό PONS
I. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΘ
1. absolut (uneingeschränkt):
2. absolut (nicht relativ):
3. absolut (völlig):
II. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΡΡ
1. absolut οικ (völlig):
2. absolut (in Verneinungen: überhaupt):
- absoluter Revisionsgrund
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- absoluter Sicherheitsabstand ΟΔ ΑΣΦ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
-
- absoluter Sicherheitsabstand
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.