I. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΘ
1. absolut (uneingeschränkt):
2. absolut (nicht relativ):
3. absolut (völlig):
II. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΡΡ
1. absolut οικ (völlig):
2. absolut (in Verneinungen: überhaupt):
- absolutes [o. uneingeschränktes] Halteverbot
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ein absolutes Missverständnis
- ich hatte dir doch absolutes Stillschweigen eingeschärft!
- absolutes [o. uneingeschränktes] Halteverbot