στο λεξικό PONS
 
  
 con·fi·den·ti·al·ity [ˌkɒnfɪdən(t)ʃiˈæləti, αμερικ ˌkɑ:nfədən(t)ʃiˈælət̬i] ΟΥΣ no pl
-  confidentiality
-  
-  confidentiality
-  
-  confidentiality
-  
confidentiality agreement ΟΥΣ
-  confidentiality agreement ΝΟΜ
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 obligation of confidentiality ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-  obligation of confidentiality
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
