I. ver·trau·lich ΕΠΊΘ
1. vertraulich (mit Diskretion zu behandeln):
- vertraulich
-
- streng vertraulich
-
II. ver·trau·lich ΕΠΊΡΡ
- vertraulich
-
- vertraulich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.