στο λεξικό PONS
Vor·zugs·ak·tie ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΘ
1. absolut (uneingeschränkt):
2. absolut (nicht relativ):
3. absolut (völlig):
II. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΡΡ
1. absolut οικ (völlig):
2. absolut (in Verneinungen: überhaupt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
absolute Vorzugsaktien ΟΥΣ θηλ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Vorzugsaktie ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Absicht
- absichtlich
- Absichtserklärung
- absichtslos
- absingen
- absolute Vorzugsaktien
- Absolutheit
- Absolutheitsanspruch
- Absolution
- Absolutismus
- absolutistisch