στο λεξικό PONS
Cou·pon <-s, -s> [kuˈpõ:] ΟΥΣ αρσ
1. Coupon (abtrennbarer Zettel):
- Coupon
- coupon
2. Coupon (Zinscoupon):
- Coupon
- [interest] coupon
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Coupon-Versicherungsschein ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
- Coupon-Versicherungsschein
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.