στο λεξικό PONS
de·fend·er [dɪˈfendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. defender:
2. defender ΑΘΛ:
fend·er [ˈfendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. fender (frame):
-
- Kamingitter ουδ
of·fend·er [əˈfendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
ˈsex of·fend·er ΟΥΣ
young of·fend·ers' in·sti·ˈtu·tion ΟΥΣ βρετ
young of·ˈfend·er ΟΥΣ βρετ ΝΟΜ
de·fend·ed ˈtake·over ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈfend·er bend·er ΟΥΣ αμερικ οικ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
offender
driving offender ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.