στο λεξικό PONS
I. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΟΥΣ
1. laugh (sound):
II. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. laugh (express amusement):
2. laugh μτφ οικ (scorn):
ιδιωτισμοί:
I. gas <pl -es [or -sses]> [gæs] ΟΥΣ
2. gas no pl (fuel):
4. gas no pl (weapon):
5. gas no pl αμερικ, καναδ οικ (petrol):
II. gas [gæs] ΟΥΣ modifier
gas (grill, heater, stove):
III. gas <-ss-> [gæs] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | laugh |
|---|---|
| you | laugh |
| he/she/it | laughs |
| we | laugh |
| you | laugh |
| they | laugh |
| I | laughed |
|---|---|
| you | laughed |
| he/she/it | laughed |
| we | laughed |
| you | laughed |
| they | laughed |
| I | have | laughed |
|---|---|---|
| you | have | laughed |
| he/she/it | has | laughed |
| we | have | laughed |
| you | have | laughed |
| they | have | laughed |
| I | had | laughed |
|---|---|---|
| you | had | laughed |
| he/she/it | had | laughed |
| we | had | laughed |
| you | had | laughed |
| they | had | laughed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Latvian
- laud
- laudable
- laudably
- laudanum
- laughing gas
- laughingly
- laughing stock
- laugh off
- laughter
- launch