Oxford Spanish Dictionary
I. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΟΥΣ
1. laugh:
2. laugh (joke, fun) οικ:
II. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΡΉΜΑ μεταβ
I. laughing [αμερικ ˈlæfɪŋ, βρετ ˈlɑːfɪŋ] ΕΠΊΘ
I. gas <pl gases or gasses> [αμερικ ɡæs, βρετ ɡas] ΟΥΣ
2.1. gas U (fuel):
3. gas U (gasoline):
4. gas U (flatulence):
5.2. gas (gossip session) βρετ χωρίς πλ οικ, παρωχ:
II. gas <μετ ενεστ gassing; παρελθ, μετ παρακειμ gassed> [αμερικ ɡæs, βρετ ɡas] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΟΥΣ
II. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. gas [gæs] -s(s)es -ss- -ss- ΟΥΣ
I. laugh [læf] ΟΥΣ
1. laugh (sound):
II. laugh [læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. gas <-s(s)es> [gæs] ΟΥΣ
| I | laugh |
|---|---|
| you | laugh |
| he/she/it | laughs |
| we | laugh |
| you | laugh |
| they | laugh |
| I | laughed |
|---|---|
| you | laughed |
| he/she/it | laughed |
| we | laughed |
| you | laughed |
| they | laughed |
| I | have | laughed |
|---|---|---|
| you | have | laughed |
| he/she/it | has | laughed |
| we | have | laughed |
| you | have | laughed |
| they | have | laughed |
| I | had | laughed |
|---|---|---|
| you | had | laughed |
| he/she/it | had | laughed |
| we | had | laughed |
| you | had | laughed |
| they | had | laughed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.