Oxford Spanish Dictionary
nervous [αμερικ ˈnərvəs, βρετ ˈnəːvəs] ΕΠΊΘ
1. nervous (apprehensive, tense):
- nervous
-
2. nervous system/tissue/tension:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.