Oxford Spanish Dictionary
I. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΟΥΣ
1. laugh:
2. laugh (joke, fun) οικ:
II. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. laugh [αμερικ læf, βρετ lɑːf] ΡΉΜΑ μεταβ
I. laughing [αμερικ ˈlæfɪŋ, βρετ ˈlɑːfɪŋ] ΕΠΊΘ
I. stock [αμερικ stɑk, βρετ stɒk] ΟΥΣ
1.1. stock (supply):
1.2. stock U (of shop, business):
2.1. stock ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ U:
2.2. stock ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
2.3. stock ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (reputation):
3. stock U (livestock):
4. stock U (descent):
5.1. stock C (stem):
9.1. stock <stocks, pl > (in shipbuilding):
10. stock αμερικ ΘΈΑΤ:
-
- repertorio αρσ
II. stock [αμερικ stɑk, βρετ stɒk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. stock ΕΜΠΌΡ:
2. stock (fill):
III. stock [αμερικ stɑk, βρετ stɒk] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
laughing stock ΟΥΣ
-
- hazmerreír αρσ
I. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΟΥΣ
II. laugh [lɑ:f, αμερικ læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. stock [stɒk, αμερικ stɑ:k] ΟΥΣ
2. stock ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ:
6. stock (popularity):
I. laugh [læf] ΟΥΣ
1. laugh (sound):
II. laugh [læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. stock [stak] ΟΥΣ
2. stock ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ:
6. stock (popularity):
| I | laugh |
|---|---|
| you | laugh |
| he/she/it | laughs |
| we | laugh |
| you | laugh |
| they | laugh |
| I | laughed |
|---|---|
| you | laughed |
| he/she/it | laughed |
| we | laughed |
| you | laughed |
| they | laughed |
| I | have | laughed |
|---|---|---|
| you | have | laughed |
| he/she/it | has | laughed |
| we | have | laughed |
| you | have | laughed |
| they | have | laughed |
| I | had | laughed |
|---|---|---|
| you | had | laughed |
| he/she/it | had | laughed |
| we | had | laughed |
| you | had | laughed |
| they | had | laughed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- laud
- laudable
- laudanum
- laudatory
- laugh
- laughing stock
- laughingstock
- laugh lines
- laugh off
- laughter
- laughter lines