Oxford Spanish Dictionary
bastante1 ΕΠΊΘ
1. bastante (suficiente):
bastante2 ΑΝΤΩΝ
1. bastante (en cantidad o número suficiente):
bastante3 ΕΠΊΡΡ
1. bastante (suficientemente):
2. bastante (considerablemente):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.