Oxford Spanish Dictionary
I. plenty [αμερικ ˈplɛn(t)i, βρετ ˈplɛnti] ΟΥΣ U
- plenty
- abundancia θηλ
- in plenty
-
II. plenty [αμερικ ˈplɛn(t)i, βρετ ˈplɛnti] ΑΝΤΩΝ
1.1. plenty (large, sufficient number):
1.2. plenty:
2.1. plenty (large, sufficient quantity):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
I. plenty [ˈplenti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ χωρίς πλ
-
- plenty
-
- plenty
I. plenty [ˈplen·ti] ΟΥΣ
-
- plenty
-
- plenty
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.