I. plen·ty [ˈplenti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ (abundance)
- plenty
-
II. plen·ty [ˈplenti, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ οικ
III. plen·ty [ˈplenti, αμερικ -t̬-] ΑΝΤΩΝ
1. plenty (more than enough):
2. plenty (a lot):
- plenty
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.