στο λεξικό PONS
I. ear·nest [ˈɜ:nɪst, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΘ
II. ear·nest [ˈɜ:nɪst, αμερικ ˈɜ:r-] ΟΥΣ no pl
2. earnest (seriousness):
- earnest
-
- earnest
-
- in earnest (with seriousness)
-
- in earnest (completely)
- richtig <richtiger, am richtigsten>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.