στο λεξικό PONS
An·zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Anzahlung (angezahlter Betrag):
2. Anzahlung (erster Teilbetrag):
- Anzahlung
-
-
- Anzahlung θηλ <-, -en>
-
- Anzahlung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anzahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- Anzahlung
-
- Anzahlung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.