στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΟΥΣ
1. laugh (amused noise):
2. laugh (source of amusement):
II. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΡΉΜΑ μεταβ
III. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. laugh (be audibly amused):
2. laugh (feel amused):
IV. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf]
I. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΟΥΣ
1. stock U (in shop, warehouse):
2. stock (supply, store, accumulation):
4. stock (descent):
5. stock (personal standing):
8. stock ΒΟΤ:
-
- violacciocca θηλ
10. stock ΜΌΔΑ:
-
- lavallière θηλ
II. stocks ΟΥΣ npl
2. stocks ΟΙΚΟΝ:
III. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΕΠΊΘ
IV. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. laugh [læf] ΟΥΣ
II. laugh [læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. stock [stɑ:k] ΟΥΣ
2. stock ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ:
6. stock (popularity):
| I | laugh |
|---|---|
| you | laugh |
| he/she/it | laughs |
| we | laugh |
| you | laugh |
| they | laugh |
| I | laughed |
|---|---|
| you | laughed |
| he/she/it | laughed |
| we | laughed |
| you | laughed |
| they | laughed |
| I | have | laughed |
|---|---|---|
| you | have | laughed |
| he/she/it | has | laughed |
| we | have | laughed |
| you | have | laughed |
| they | have | laughed |
| I | had | laughed |
|---|---|---|
| you | had | laughed |
| he/she/it | had | laughed |
| we | had | laughed |
| you | had | laughed |
| they | had | laughed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- laugh
- laughable
- laughably
- laugher
- laughing
- laughing stock
- laugh line
- laugh off
- laughter
- laughter line
- laughter therapy