στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. funny1 [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2. funny (odd):
- funny hat, smell, noise
-
II. funny1 [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΕΠΊΡΡ οικ
funny2 [βρετ ˈfʌni, αμερικ ˈfəni] ΟΥΣ
- funny
-
funny business [αμερικ ˈfəni ˌbɪznɪs] ΟΥΣ οικ U
- funny business
- intrallazzi αρσ πλ
hilariously funny [hɪˈleərɪəslɪ] ΕΠΊΘ
- hilariously funny
-
- hilariously funny
-
- screamingly funny
-
στο λεξικό PONS
funny <-ier, -iest> [ˈfʌ·ni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
3. funny (odd, peculiar):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.