στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. comico <πλ comici, comiche> [ˈkɔmiko] ΕΠΊΘ
1. comico (buffo, divertente):
2. comico:
- comico ΘΈΑΤ, ΚΙΝΗΜ scrittore, attore, opera
-
- intermezzo comico
-
- intermezzo comico (pausa)
-
-
- comico
-
- comico
στο λεξικό PONS
-
- comico(-a) αρσ (θηλ)
-
- comico(-a) αρσ (θηλ)
-
- comico(-a) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.