στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
musicale [musiˈkale] ΕΠΊΘ
1. musicale (relativo alla musica):
2. musicale (armonioso):
- musicale voce, accento, lingua
-
- riaccordare strumento musicale
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.