στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
- paterno affetto, amore
- paternal
- paterno nonna, zio
- paternal
-
- maternal, paternal grandmother
-
- paternal grandfather
-
- fatherliness, paternal love
στο λεξικό PONS
paternal [pə·ˈtɜ:r·nəl] ΕΠΊΘ
- paterno (-a)
- paternal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- paternal grandfather
- paternal grandmother