patently [βρετ ˈpeɪt(ə)ntli, αμερικ ˈpæt(ə)n(t)li, ˈpeɪt(ə)n(t)li] ΕΠΊΡΡ
- patently
-
-
- patently
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.