στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. medium [βρετ ˈmiːdɪəm, αμερικ ˈmidiəm] ΟΥΣ
1. medium <πλ mediums, media>:
2. medium <πλ media> ΤΈΧΝΗ:
3. medium (midpoint):
4. medium <πλ mediums>:
5. medium <πλ mediums> (spiritualist):
- medium
- medium αρσ θηλ
circulating medium [ˌsɜːkjʊleɪtɪŋˈmiːdɪəm] ΟΥΣ
- circulating medium
-
στο λεξικό PONS
I. medium [ˈmi:·di·əm] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.