στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
tecnica <πλ tecniche> [ˈtɛknika, ke] ΟΥΣ θηλ
1. tecnica:
2. tecnica ΟΙΚΟΝ:
ιδιωτισμοί:
I. tecnico <πλ tecnici, tecniche> [ˈtɛkniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
tecnico competenza, dizionario, linguaggio, termine:
II. tecnico (tecnica) <πλ tecnici, tecniche> [ˈtɛkniko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
tecnica <-che> [ˈtɛk·ni·ka] ΟΥΣ θηλ
tecnico <-ci> [ˈtɛk·ni·ko] ΟΥΣ αρσ
- assistenza tecnica
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.