στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. intensive [βρετ ɪnˈtɛnsɪv, αμερικ ɪnˈtɛnsɪv] ΕΠΊΘ (all contexts)
II. -intensive ΣΎΝΘ
- technology-intensive
-
labour-intensive [βρετ ˌleɪbərɪnˈtɛnsɪv, αμερικ ˌleɪbərɪnˈtɛnsɪv] ΕΠΊΘ
labour-intensive industry:
- massively expensive, intensive
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.