στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
capitale1 [kapiˈtale] ΕΠΊΘ
1. capitale (relativo alla morte):
2. capitale (fondamentale) μτφ:
capitale3 [kapiˈtale] ΟΥΣ αρσ
1. capitale (risorsa):
2. capitale ΟΙΚΟΝ (fondo, patrimonio):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
I. capitale [ka·pi·ˈta:·le] ΕΠΊΘ
II. capitale [ka·pi·ˈta:·le] ΟΥΣ θηλ (città)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.