στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
riserva [riˈsɛrva] ΟΥΣ θηλ
1. riserva (scorta):
3. riserva (territorio protetto):
5. riserva ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
-
- riserva θηλ
-
- senza riserve
-
- riserva θηλ
-
- riserva θηλ
- unreserved admiration
- illimitato, senza riserve
- reserve (of parts, ammunition)
- riserva θηλ
-
- riserve petrolifere, auree
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.