στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. mental [βρετ ˈmɛnt(ə)l, αμερικ ˈmɛn(t)l] ΕΠΊΘ
1. mental ΙΑΤΡ:
2. mental (of the mind):
3. mental (in one's head):
mental gymnastics ΟΥΣ npl
- mental gymnastics
-
mental arithmetic ΟΥΣ U
- mental arithmetic
-
mental healing [ˌmentlˈhiːlɪŋ] ΟΥΣ
- mental healing
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.