στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
psichico <πλ psichici, psichiche> [ˈpsikiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
psichico attività, disturbi, sviluppo:
- psichico
-
- determinismo psichico
-
- determinismo psichico
-
- handicappato psichico
-
- handicappato psichico
-
στο λεξικό PONS
psichico (-a) <-ci, -che> [ˈpsi:·ki·ko] ΕΠΊΘ (mentale)
- psichico (-a)
-
- squilibrio mentale/psichico
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- squilibrio mentale/psichico