στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. defective [βρετ dɪˈfɛktɪv, αμερικ dəˈfɛktɪv] ΕΠΊΘ
1. defective (faulty):
- defective reasoning, part, structure, work, method
-
- defective sight, hearing
-
- defective intelligence
-
- the building is structurally defective
-
2. defective (mentally deficient):
- defective μειωτ
-
3. defective ΓΛΩΣΣ:
- defective
-
II. defective [βρετ dɪˈfɛktɪv, αμερικ dəˈfɛktɪv] ΟΥΣ παρωχ or προσβλ (person)
- defective
- deficiente αρσ θηλ
-
- defective
- manchevole ragionamento
- defective
- difettoso struttura, metodo, pezzo, vista, udito
- defective
- lacunoso testo, nozioni
- defective
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.