στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
physically [βρετ ˈfɪzɪkli, αμερικ ˈfɪzɪk(ə)li] ΕΠΊΡΡ
I. physically handicapped [ˌfɪzɪklɪˈhændɪkæpt] παρωχ or προσβλ ΟΥΣ + verbo πλ
- the physically handicapped
-
II. physically handicapped [ˌfɪzɪklɪˈhændɪkæpt] παρωχ or προσβλ ΕΠΊΘ
- to be physically handicapped
-
- physically challenged
-
- mentally, physically handicapped
-
στο λεξικό PONS
- physically/mentally handicapped
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- physically/mentally handicapped