

I. Menshevik [βρετ ˈmɛnʃɪvɪk, αμερικ ˈmɛn(t)ʃəˌvɪk] ΕΠΊΘ
- Menshevik
-
II. Menshevik <πλ Mensheviks, Mensheviki> [βρετ ˈmɛnʃɪvɪk, αμερικ ˈmɛn(t)ʃəˌvɪk] ΟΥΣ
- Menshevik
-


- menscevico (menscevica)
- Menshevik
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.