στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mechanical [βρετ mɪˈkanɪk(ə)l, αμερικ məˈkænək(ə)l] ΕΠΊΘ (all contexts)
- mechanical
-
mechanical engineering [βρετ, αμερικ məˈkænəkəl ˌɛndʒəˈnɪ(ə)rɪŋ] ΟΥΣ
- mechanical engineering
-
στο λεξικό PONS
mechanical ΕΠΊΘ
2. mechanical (without thinking):
- mechanical
- automatico, -a
mechanical pencil ΟΥΣ
- mechanical pencil
-
mechanical engineering ΟΥΣ
- mechanical engineering
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.