στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
meccanica <πλ meccaniche> [mekˈkanika, ke] ΟΥΣ θηλ
1. meccanica (scienza):
3. meccanica (funzionamento):
I. meccanico <πλ meccanici, meccaniche> [mekˈkaniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. meccanico (mosso da un congegno):
3. meccanico ΜΗΧΑΝΙΚΉ (di macchina):
4. meccanico:
5. meccanico (automatico):
στο λεξικό PONS
I. meccanico (-a) <-ci, -che> [mek·ˈka:·ni·ko] ΕΠΊΘ a. μτφ
II. meccanico (-a) <-ci, -che> [mek·ˈka:·ni·ko] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.