στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. esaurito [ezauˈrito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
esaurito → esaurire
II. esaurito [ezauˈrito] ΕΠΊΘ
1. esaurito (finito):
3. esaurito (al completo):
I. esaurire [ezauˈrire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. esaurire (finire):
II. esaurirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. esaurirsi:
2. esaurirsi (venire meno):
3. esaurirsi (logorarsi):
στο λεξικό PONS
esaurito (-a) [e·zau·ˈri:·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.