Oxford Spanish Dictionary
mood1 [αμερικ mud, βρετ muːd] ΟΥΣ
1. mood (state of mind):
mood2 [αμερικ mud, βρετ muːd] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- mood
- modo αρσ
- meditative person/mood
-
- meditative person/mood
-
- expansive person/mood
-
- hilarious mood/atmosphere
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.